- νεκυομαντικός
- νεκῠο-μαντικός, ή, όν,A of or for evocation of the dead,
ψυχαγωγίαι Eust.1615.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχαγωγίαι Eust.1615.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκυομαντικός — νεκυομαντικός, ή, όν (Α) [νεκυόμαντις] νεκρομαντικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκυομαντεία ή τον νεκυόμαντιν … Dictionary of Greek
νεκυομαντικαῖς — νεκυομαντικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκυομαντικαί — νεκυομαντικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκυομαντικῆς — νεκυομαντικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)